αγαλίκι

αγαλίκι
το [αγάς]
1. η περιοχή που ανήκει σε αγά
2. ο τρόπος ζωής και η συμπεριφορά που ταιριάζει σε αγά, η αφθονία αγαθών, η καλοπέραση
3. ο φόρος που καταβάλλεται σε αγά
4. η προβολή αυθαίρετων αξιώσεων και απαιτήσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”